- πεύκινα
- πεύκινοςofneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δάδα — η (Α δαΐς, δαΐδος και αττ. δᾴς, δαδός) 1. δαυλός από δαδί 2. πυρσός, λαμπάδα νεοελλ. 1. σχίζα κλαδιού από δέντρο που έχει ρετσίνι (συνήθ. πεύκο), το δαδί 2. κάθε μέσο που μεταδίδει φως ή φωτιά 3. φωτιστικό πυροτέχνημα 4. κάθε μέσο φωτισμού ή… … Dictionary of Greek
πεύκινος — η, ο / πεύκινος, ίνη, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεύκο 2. κατασκευασμένος από ξύλο πεύκου αρχ. το ουδ. ως ουσ. τα πεύκινα τα κλαδιά πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek